παραλλακτικότητα

παραλλακτικότητα
η
βιολ. η ιδιότητα ορισμένων ατόμων από ένα δείγμα πληθυσμού που διαφέρουν μεταξύ τους κατά ευδιάκριτο τρόπο, ποικιλομορφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παραλλακτικός, απόδοση στην Ελληνική τού αγγλ. variability, γαλλ. variabilite.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”